- κουρήιος
- κουρήϊος, -η, -ον (Α)(επικ. τ. τού κόρειος)νεανικός, παρθενικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῦρος (Ι) + -ήϊος (πρβλ. κροκ-ήϊος, χαλκ-ήϊος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κουρήιον — κουρήιος youthful masc acc sg κουρήιος youthful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κούρος — Μαρμάρινο αναθηματικό ή επιτύμβιο άγαλμα της μνημειακής ελληνικής αρχαϊκής πλαστικής, που απεικονίζει νέους σε όρθιο γυμνό. Ο εικαστικός τύπος του κ., εμπνευσμένος από αιγυπτιακά πρότυπα, εμφανίζεται όρθιος, μετωπικός, με φαρδείς ώμους, λεπτή… … Dictionary of Greek